- λιχνοφιλάργυρος
- λιχνοφιλάργυρος, -ον (Α)λαίμαργος και φιλάργυρος συγχρόνως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιχνοφιλάργυρος — both epicure and miser masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)